Friday, May 25, 2007

Αγόρασα δύο κόκκινα μποτάκια....

Φόρεσα το ρούχα μου τα τρέντι. Jeanάκι και μπλούζα με διαφορετικό χρώμα τα μανίκια από τον υπόλοιπο σώμα. Πήρα και το τζάκετ μου. Η ομπρέλα, ομπρέλα συνταξιούχου, δεν ταίριαζε με τα ρούχα μου και τελικά την σνόμπαρα παρότι είχε συννεφιά, άλλωστε την προηγούμενη φορά που την πήρα η βρόχη ήταν λιγότερο ενοχλητική από τις στάλες που ρίχνουν τα κλιματιστικά όταν είναι αναμμένα. Στον Περισσό αν δεν κάνω λάθος άρχισε να βρέχει. Αλλά δυνατή βρόχη. Τα ρούχα άρχισαν να διαμαρτύρονται. Μην τολμήσεις να μας ρίξεις απευθείας στην βροχή δεν θα το αντέξουμε. Όταν έφτασα στην Βικτώρια η αποβάθρα ήταν γεμάτη κόσμο. Τόσο πολύ άργησε να έρθει το τρένο σκέφτηκα. Αλλά όχι δεν περίμεναν το τρένο. Περίμεναν να σταματήσει η καταρρακτώδης βροχή. Στην αρχή σκέφτηκα δεν γαμιέται. Αλλά τελικά δεν γαμήθηκε. Έμεινα και εγώ από κάτω στα σίγουρα. Και μόνο η απόπειρα να ανέβω την σκάλα θύμιζε προσπάθεια να κολυμπήσεις ανάποδα σε καταρράκτη. Περιμένα λίγο μέχρι που ένα μήνυμα ήρθε σαν απάντηση στις προσευχές μου.
«Να σου πω,έχεις ομπρέλα ή κουκούλα;άρχισε απίστευτη βροχή , να έρθω να σε πάρω από το σταθμό».Ορίστε ο υπόλοιπος διάλογος που ακολούθησε:
-Γιατί έχεις δύο ομπρέλες;αν έχεις φέρε παρακαλώ. Είμαι στα Ε στην Βικτώρια
-Οκ. Περίμενε με έρχομαι.
- Έλα έχουν βάλει και ακούνε kiss.
Μέχρι να έρθει κοίταζα τι γίνεται. Είναι ωραία να βλέπεις την βροχή χωρίς να βρέχεσαι. Στην Χέυδεν, που είχε γίνει ποτάμι, έτρεχαν οι μαλάκες μήπως χάσουν το φανάρι. Σχημάτιζαν κύματα για σέρφινγκ και έκανα ακόμα πιο λούστα τους περαστικούς που θα ήταν πιο στεγνοί αν είχαν την ομπρέλα τους στο πλάι. Μικροπωλητές είχαν βγάλει το στοκ με τις ομπρέλες και τις έδιναν σε τιμή ευκαιρίας. Οι κοπέλες στα Ε προσπαθούσαν να στεγνώσουν το πάτωμα για να μην πέσει κάποιος πελάτης. Μου θύμισε εμένα στην δουλειά καμιά φορά όταν μαζεύω τα νερά. Τα κινητά είχαν πάρει φωτιά. «είμαι εκεί και βρέχει θα έρθω σε.... Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η απάντηση στις προσευχές μου.
-Θα αργήσω λίγο.Έχω γίνει παπί
- Είμαι στα Ε, απέναντι απο το ανσασέρ.
- Α δεν βρέχεσαι;
- Όχι.
- Α γιατί ανησύχησα. Εντάξει έρχομαι σε λίγο.
Μετά από λίγη ώρα η βρόχη άρχισε να μειώνει τις εντάσεις και σε λίγο δεν έβρεχε καθόλου. Τελικά βγήκε ο ήλιος. Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να της είχα πει να μην έρθει στην βροχή ,να περιμένω λίγο και να έρθω όταν θα σταμάταγε πλήρως. Δίπλα μου ήταν κάποιοι Άγγλοι τουρίστες. Το πιο πιθανό φίλαθλοι της Λιβερπουλ. Άσχετα με το τι έλεγαν εγώ άκουγα σαν να μου λένε you selfish bastard. Ήρθε και με έσωσε. Μετά με έβγαλε λίγο από την δύσκολη θέση ,και μετά εγώ την έβγαλα τελείως.

4 comments:

tink said...

ε πόσο να βραχεί ρε μάξιμε; Όσο και να βραχεί,δεν φτάνει ποτέ μέχρι το κόκκαλο. Αν φτάσει, έχεις πρόβλημα. Κι εκείνη βέβαια.

maxim glendower said...

βασικά το μόνο που έχω να απαντήσω στο σχόλιο σου είναι ότι με λες μάξιμο που το προτιμώ απο το να με λες μέγαρο μαξίμου.

3 parties a day said...

Πόσο μου έχουν λείψει οι λακκούβες με νερό της Αθήνας, δεν λέγεται! :)

maxim glendower said...

μα και εκείνη το πιο πολύ νερό από τις λακούβες το έφαγε!!!