Βγαίνεις για να περπατήσεις. Όχι γιατί σου έπεσαν βαριά τα φασολάκια , ναι φρέσκα όμως γιαγιά, αλλά γιατί μερικές φορές δεν σε χωράει το σπίτι. Όσο μεγάλο και αν είναι. Βγαίνεις. Με απλά ρούχα και μόνο με το κλειδί του σπτιού σου στο χέρι. Κάνεις πάντα την ίδια σκέψη. Αν σε σταματήσουν για εξακρίβωση , με τόσα μηχανοκίνητα τμήματα που γυρνάνε τα βράδια στην πόλη διόλου απίθανο, χωρίς ταυτότητα και χωρίς να θυμάσαι τον αριθμό της γιατί την πρώτη πρώτη την έχασες και αναγκάστηκες να βγάλεις νέα της οποίας τον αριθμό δεν έχεις μάθει ποτέ , δεν το γλιτώνεις το βράδυ στο κρατητήριο. Για καλή σου τύχη τέσσερα στενά από το σπίτι σου και έχοντας βγάλει από το μυαλό την επίθεση με γκαζάκια στο ανεπιθύμητο σπίτι βλέπεις τα γαλάζια φωτάκια να αναβοσβήνουν. Αναρωτιέσαι γιατί απλά δεν κάνεις πάντα την ίδια άλλη σκεψη; πως απόψε το βράδυ θα βρω ένα πενηντάευρω; Τα γαλάζια φωτάκια απλά σε προσπερνούν χωρίς να κάνουν τίποτα. Βαρετά θα περνάνε τα καημένα. Στο δρόμο συναντάς τυχαία φίλο από το δημοτικό. Το επώνυμό του ήταν ακριβώς το αντίθετο από το κανονικό μέγεθός του. Σαν την Μάρω Κοντού ένα πράγμα. Έχεις να τον δεις πάνω από δέκα χρόνια και το πρόσωπό σου φωτίζεται που τον βλέπεις. Η αναγνώριση ήταν λίγο δύσκολη και για τους δύο αλλά επετεύχθει. Άνεργος ο φίλος. Είναι το τρεντ της εποχής. Αν έχεις δουλειά είσαι πασέ. Ακόμα και οι πολιτικοί στις μέρες μας είναι άνεργοι. Ακυβερνησία γαρ.
Επιστρέφεις στο σπίτι. Ακόμα δεν σε χωράει. Αλλά το ότι είναι αργά και κάποιοι έχουν πάει για ύπνο κάνει τα πράγματα πιο εύκολα. Η ζέστη λόγω της κακής μόνωσης από την άλλη κάνει τα πράγματα πιο δύσκολα. Δεν συνηθίζεται το καλοκαίρι σε αυτό το σπίτι.