Wednesday, April 18, 2007

Θησαυρός

Γυρνάω από προπόνηση με το λεωφορείο. Το προτιμώ να μην παίρνω μετρό για να κάνω βόλτα. Να βλέπω κόσμο. Ας αργήσω και λίγο δεν πειράζει. Στην πλατεία αιγύπτου είδα ένα παππού. Περπάταγε πολύ περίεργα , και το βάρος ήταν όλο στο κεφάλι του. Το σώμα του έγερνε μπροστά και το κεφαλί προς τα πίσω. Ήταν σαν να τον κρατάει κάποιος από τους ώμους και να προσπαθούσε να σηκώσει τα πόδια του από το έδαφος. Σαν να ήθελα να φτάσει με το στόμα του κάτι γιατί μεσά στην όλη φάση είχε βγάλει και την γλώσσα έξω. Δεν μπορεί σκέφτηκα. Θα πέσει. Και έπεσε. Χαμογέλασα και πήγα για βοήθεια. Τον σήκωσα αλλά δεν έβαλε μυαλό. Περπάταγε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο.
Στο τρένο διάβαζα το βιβλίο ¨Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς¨ του Χρόνη Μισσιου.«Ένα βραδάκι, ήταν η μέρα να φάμε, ο ήλιος μόλις είχε δύσει και η δουλειά τελείωσε, τον Νικόλα τον πήρε ο Παυλόσυκας στο πειθαρχείο. Ήταν η μέρα μου να πάρω το φαγητό. Περιμένουμε με τον Σάβανο να φέρει ο μάγειρας τις δύο καραβάνες. Έκατσα σε μία πέτρα, και ο Σάββανος απέναντί μου στην καρέκλα του, ήταν ένα από κείνα τα γλυκά, ζεστά βράδια του τέλους του καλοκαιριού. Νιώθεις σαν να κολυμπάς στο απαλό μωβ, κανένας ήχος ,καμία κίνηση, ως και τα ζουζούνια σωπαίνουν. Οι λέξεις , οι κινήσεις τόσο ήμερες, σαν την ανάσα του μωρού στη κούνια». Την στιγμή εκείνη άκουσα ένα περίεργο ήχο. Κοίταξα γύρω μου. Είδα ένα μωρό σε καρότσι δίπλα μου. Κοιμόταν. Ο ήχος που άκουγα ήταν το ροχαλητό του. Το βλέμα μου συναντήθηκε με εκείνο της μητέρα του μωρού που μου χαμογέλασε και το πήρε στην αγκαλιά της. Εκείνο ησύχασε και ήταν πραγματικά όπως το περιέγραψε ο Μίσσιος στον βιβλίο του.

No comments: